- πάλαι
- (ΑΜ πάλαι)επιρρ.1. προ πολλού, κατά τον παλαιό καιρό («μέμνημαι τόδε ἔργον ἐγὼ πάλαι, οὔ τι νέον γε», Ομ. Ιλ.)2. φρ. «πάλαι ποτέ» — μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε («πάλαι ποτ' ἧσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι», Αριστοφ.)αρχ.1. μόλις προ ολίγου, μόλις τώρα2. (με άρθρ. ως επίθ.) ὁ πάλαιο παλαιός («Κάδμου τοῡ πάλαι νέα τροφή», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει τη δυσερμήνευτη επιρρμ. κατάλ. -αι (πρβλ. κατ-αί, παρ-αί, χαμ-αί), η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί ως κατάλ. τοπικής. Έχει διατυπωθεί, όμως, η άποψη ότι το επίρρ. πάλαι ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *kwel- «μακριά» (με τοπική και χρονική σημ.) με χειλοϋπερωικό αρκτικό φθόγγο και συνδέεται με το επίρρ. τῆλε «μακριά», το βοιωτ. πήλυι «μακριά» και το αρχ. ινδ. carama- «έσχατος, τελευταίος». Το παρ. επίθ. παλαιός έχει σχηματιστεί από το πάλαι πιθ. με την κατάλ. -Fός. Ωστόσο, πρόβλημα γεννά η ύπαρξη τού μυκηναϊκού τ. parajo. Αν γίνει αποδεκτό ότι ο τ. αυτός αντιστοιχεί στο επίθ. παλαιός, οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα, ότι αφ' ενός μεν το παλαιός εμφανίζει κατάλ. joς και όχι -Foς και αφ' ετέρου ότι ο χειλοϋπερωικός φθόγγος στη λ. αυτή έχει αντικατασταθεί, ήδη στη Μυκηναϊκή, με χειλικό. Τέλος, το επίθ. παλαιός έχει ευρύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο από τα επίθ. γεραιός και γηραιός καθώς και από το ἀρχαῖος (βλ. και λ. αρχαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.